- ἔπλεο
- ἔπλεο, ἔπλευ, ἔπλετο: see πέλομαι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἔπλεο — πέλω come into existence imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκλοπος — ἐπίκλοπος, ον (AM) [επικλέπτω] 1. δόλιος, πανούργος, κατεργάρης («ὑπεροπῆά τ’ ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον», Ομ. Οδ.) 2. πονηρός, απατηλός σε κάτι («ἀλλά τις ἀρτιεπὴς καὶ ἐπίκλοπος ἔπλεο μύθων», Ομ. Ιλ.) 3. αυτός που χειρίζεται κάτι με επιδεξιότητα (α.… … Dictionary of Greek